- μεταξωτός
- -ή, -όο φτιαγμένος από μετάξι, ο μεταξένιος, ο μετάξινος: Μεταξωτό μαντίλι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μεταξωτός — ή, ό (ΑΜ μεταξωτός, ή, όν) [μέταξα] 1. αυτός που είναι κατασκευασμένος από μετάξι, ο μετάξινος ή μεταξένιος («μεταξωτό μαντίλι» 2. το ουδ. ως ουσ. το μεταξωτό(ν) ύφασμα ή ένδυμα από μετάξι («τόσο πολύ τήν αγαπάει που τήν έντυσε στα μεταξωτά»)… … Dictionary of Greek
μεταξωτά — μεταξωτός of silk neut nom/voc/acc pl μεταξωτά̱ , μεταξωτός of silk fem nom/voc/acc dual μεταξωτά̱ , μεταξωτός of silk fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταξωτόν — μεταξωτός of silk masc acc sg μεταξωτός of silk neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταξωταί — μεταξωτός of silk fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταξωτοῖς — μεταξωτός of silk masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταξωτοῦ — μεταξωτός of silk masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταξωτῷ — μεταξωτός of silk masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμουχοτζατουνένιος — καμουχοτζατουνένιος, α, ο(ν) (Μ) κατασκευασμένος από καμουχά και τζατουνί*, μεταξωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμουχάς (ύφασμα από μετάξι) + τζατουν ένιος «μεταξωτός» (< τζατουνί[ν] «μετάξι»)] … Dictionary of Greek
βαμβάκινος — η, ο (Μ βαμβάκινος, η, ον) νεοελλ. βαμβακερός μσν. βομβύκινος, μεταξωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη νεοελληνική της σημασία προέρχεται από το βάμβαξ ( άκι) και μαρτυρείται από το 1862 στο περιοδικό σύγγραμμα Πανδώρα, ενώ με τη μεσαιωνική της σημασία… … Dictionary of Greek
βομβύκινος — και βαμβάκινος και βαβύκινος, η, ον (Μ) [βόμβυξ (Ι)] μεταξωτός … Dictionary of Greek